προσγειος

προσγειος
    πρόσγειος
    πρόσ-γειος
    дор. προτίγειος 2
    1) близкий к земле
    

(σελήνη Plat.; θαλάσσης τόποι Arst.)

    2) прибрежный

(νῆσοι Arst.)

; держащийся близко к берегу
    

(πολύποδες Arst.)

    3) низменный, низкий
    

(ταπεινὸς καὴ π. Luc.)

    π. πτῆσις Plut. — низкий полет (ласточки)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προσγειος" в других словарях:

  • πρόσγειος — near the earth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσγειος — ο / πρόσγειος, ον, ΝΑ, θηλ. και εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, ον, Α 1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῑν ὁ καρκίνος», Πορφ.) 2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο… …   Dictionary of Greek

  • προσγειότερον — πρόσγειος near the earth adverbial comp πρόσγειος near the earth masc acc comp sg πρόσγειος near the earth neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτέραις — πρόσγειος near the earth fem dat comp pl προσγειοτέρᾱͅς , πρόσγειος near the earth fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτέρων — πρόσγειος near the earth fem gen comp pl πρόσγειος near the earth masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειότατον — πρόσγειος near the earth masc acc superl sg πρόσγειος near the earth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσγειον — πρόσγειος near the earth masc/fem acc sg πρόσγειος near the earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτάτη — πρόσγειος near the earth fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτάτην — πρόσγειος near the earth fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτάτῃ — πρόσγειος near the earth fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσγειοτέροις — πρόσγειος near the earth masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»